- νεωτεριστῇ
- νεωτεριστήςinnovatormasc dat sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αγησίλαος — I Όνομα βασιλιάδων της Σπάρτης. 1. Α. Α’ (10ος 9ος αι. π.Χ.). Δεν υπάρχουν σαφείς πληροφορίες για τη ζωή και τη δράση του. Κατά τον Παυσανία, στα χρόνια του εφαρμόστηκαν οι νόμοι του Λυκούργου. Κατά τον Απολλόδωρο, βασίλευσε από το 920 έως το 877 … Dictionary of Greek
Αριστοφάνης — I (περ. 445 π.Χ. – 388; π.Χ.). Κωμωδιογράφος. Θεωρείται ο επιφανέστερος εκπρόσωπος της λεγόμενης αρχαίας αττικής κωμωδίας· είναι ο μόνος του οποίου έχουν διασωθεί ολόκληρες κωμωδίες. Για τη ζωή του δεν είναι γνωστά πολλά πράγματα. Ήταν γιος του… … Dictionary of Greek
Παλαμάς — I Όνομα 2 οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 720 μ.), στην πρώην επαρχία Δομοκού, του νομού Φθιώτιδας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου. 2. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 95 μ.) του νομού Καρδίτσας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου. Ο ναός του Αγίου… … Dictionary of Greek
Ύαγνις — Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με την παράδοση καταγόταν από τις Κελενές της Φρυγίας και, μαζί με το Μαρσύα και τον Όλυμπο, αποτελούσε τη μυθική τριάδα, που διέδωσε την αυλητική τέχνη στην Ελλάδα. Αναφέρεται ότι ήταν μαθητής του Μαριανδυνού,… … Dictionary of Greek
νεωτεριστικός, -ή — ό αυτός που αναφέρεται στο νεωτερισμό ή το νεωτεριστή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)